- στολίδι
- τοκόσμημα, στόλισμα: Η κόρη του είναι το στολίδι του σπιτιού του. – Έβαλε τα χρυσά στολίδια της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στολίδι — το / στολίδιον ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθετί το οποίο κοσμεί ή διακοσμεί («η κόρη μου είναι το στολίδι τού σπιτιού μου») 2. φρ. «τα στολίδια τού αϊνά» ναυτ. ο τέρμονας νεοελλ. μσν. κόσμημα αρχ. δερμάτινο χιτώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
κοσμίδιον — κοσμίδιον, τὸ (ΑM, Μ και κοσμίδι[ν]) στολίδι, κόσμημα μσν. το γείσο που βρίσκεται πάνω από την πόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «στολίδι, κόσμημα» + υποκορ. κατάλ. ίδιον*] … Dictionary of Greek
σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή … Dictionary of Greek
άρτημα — ἄρτημα, το (Α) [αρτώ] 1. το κρεμαστό στολίδι, το σκουλαρίκι 2. το σχοινί για ανάρτηση 3. η σημαδούρα 4. στον πληθ. οι σύνδεσμοι που συνδέουν κυρίως τα μέρη μιας άρθρωσης … Dictionary of Greek
ένθεμα — το (AM ἔνθεμα) [εντίθημι] 1. το αποτέλεσμα τού ενθέτω 2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι νεοελλ. κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή τό επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη αρχ. 1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα 2. στολίδι, κόσμημα… … Dictionary of Greek
αγλάισμα — ἀγλάισμα, το (Α) [ἀγλαΐζω] αυτό για το οποίο χαίρεται κανείς, κόσμημα, στολίδι, τιμή, καμάρι … Dictionary of Greek
αιγκρέττα — (Διακ.) θύσανος από μακριά άσπρα φτερά ερωδιού που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό κάλυμμα τού κεφαλιού, ή κάθε άλλο παρόμοιο στολίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aigrette < γαλλ. aigrette πρβλ. και εγκρέττα <… … Dictionary of Greek
ανάθημα — το (Α ἀνάθημα) οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα αρχ. 1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα 2. στολίδι, κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι. ΠΑΡ. αναθηματικός] … Dictionary of Greek
εγκαλλώπισμα — το (AM ἐγκαλλώπισμα) στολίδι ή κόσμημα για το οποίο μπορεί να καυχιέται κανείς … Dictionary of Greek